- συμφάσκω
- συμφάσκω,A = σύμφημι, τῇ μητρί J.AJ20.2.4: abs., Aristid.1.430, 2.306J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμφάσκω — Α συμφωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φάσκω «βεβαιώνω»] … Dictionary of Greek
συμφάσκω — σύν φάσκω say pres subj act 1st sg σύν φάσκω say pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφατικός — και συμφαντικός, ή, όν, [συμφάσκω] σύμφωνος … Dictionary of Greek